Νίκολσον, Μπεν — (Ben Nicholson, Ντένχαμ 1894 – 1982). Άγγλος ζωγράφος. Γιος του ζωγράφου Ο. Νίκολσον, σπούδασε στη Σχολή Σλέιντ στο Λονδίνο, στην Τουρ της Γαλλίας, στο Μιλάνο και στην Πασαντένα των ΗΠΑ. Τη μορφή της τέχνης του καθόρισαν οι νεοπλαστικές… … Dictionary of Greek
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek
Πόλινγκ, Λάινους Καρλ — (Linus Carl Pauling, Πόρτλαντ, Όρεγκον 1901 –). Αμερικανός χημικός Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, συνέχισε στο Μόναχο, στη Ζυρίχη και στην Κοπεγχάγη. Από το 1931 υπήρξε καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας,… … Dictionary of Greek
Χάλε, Τζορτζ Έλερι — (Hale, Σικάγο 1868 – Πασαντένα, Καλιφόρνιας 1938). Αμερικανός αστρονόμος, εφευρέτης του φασματοκλιογράφου. Βοηθός (1892 97) και μετά καθηγητής στην έδρα Αστροφυσικής (1897 – 1905) του πανεπιστημίου του Σικάγου, οργάνωσε 3 μεγάλα αστεροσκοπεία:… … Dictionary of Greek